απροσδόκητος

απροσδόκητος
-η, -ο (AM ἀπροσδόκητος, -ον) [προσδοκώ]
αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος
αρχ.
αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπροσδόκητος — unexpected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσδόκητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τον περιμένουμε, ανέλπιστος, αναπάντεχος: Ξαφνιαστήκαμε όλοι μας, γιατί ο ερχομός σου ήταν απροσδόκητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσδοκήτως — ἀπροσδόκητος unexpected adverbial ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτοις — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτου — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτους — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτων — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτῳ — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητα — ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”